ποδηγετώ

ποδηγετώ
(ε) μετ.
1) вести, указывать путь; 2) наставлять, напутствовать; руководить, направлять, воспитывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ποδηγετώ" в других словарях:

  • ποδηγετώ — ποδηγετῶ, έω, ΝΜΑ [ποδηγέτης] 1. οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον 2. μτφ. καθοδηγώ, κατευθύνω ηθικά και πνευματικά κάποιον αρχ. διδάσκω («τἀγαθὰ... ποδηγετεῑν», Δημόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ποδηγετώ — ποδηγετώ, ποδηγέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποδηγετώ — ποδηγέτησα, ποδηγετήθηκα 1. μτβ., δείχνω το δρόμο σε κάποιον, οδηγώ. 2. μτφ., δίνω καλή ανατροφή σε κάποιον, παιδαγωγώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδηγέτηση — η, Ν ποδηγεσία, καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηγετώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδηγέτησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ποδηγώ — έω, Α [ποδηγός] 1. ποδηγετώ, δείχνω το δρόμο («ἁρπάσας παῑδα ἕνα... ἐκέλευσε ποδηγεῑν πρὸς τὰς ἀνατολάς», Απολλόδ.) 2. κατευθύνω, καθοδηγώ πνευματικά …   Dictionary of Greek

  • συμποδηγετώ — έω, Α [ποδηγετῶ] συμμετέχω στην καθοδήγηση πορείας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»